- κέρμα
- 2772 κέρμα{сущ., 1}мелкая монета; мн.ч. деньги (Ин. 2:15).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
κέρμα — fragment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρμα — Αρχαίος οικισμός της Νουβίας, στα Ν του τρίτου καταρράκτη του Νείλου. Βρίσκεται στο σημερινό Σουδάν. Η ονομασία του στα αρχαία αιγυπτιακά ήταν Ivμπού Αμενεμχέτ, ενώ είναι επίσης γνωστός ως Κάρμα. Έπειτα από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή από… … Dictionary of Greek
κέρμα — το, ατος νόμισμα μικρής αξίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρμ' — κέρμα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερμάτων — κέρμα fragment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρμασι — κέρμα fragment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρμασιν — κέρμα fragment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρματα — κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρματι — κέρμα fragment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρματος — κέρμα fragment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρματ' — κέρματα , κέρμα fragment neut nom/voc/acc pl κέρματι , κέρμα fragment neut dat sg κέρματε , κέρμα fragment neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)